συνδιαιτώμαι

συνδιαιτώμαι
συνδιαιτῶμαι, -άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω Α [διαιτῶ, -ῶμαι]
ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ.
β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.)
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. μτφ. α) διατηρώ στενή επαφή, έχω στενή σχέση με κάποιον ή με κάτι («λόγῳ θεωρητοῑς πράγμασιν συνδιαιτᾱσθαι», Φίλ.)
β) συγκρατούμαι, υποβαστάζομαι από κάποιον ή από κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
3. ενεργ. συνδιαιτῶ, -άω
ενεργώ ή αποφασίζω ως διαιτητής από κοινού με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαιτῶμαι — συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συνδιαιτάομαι live with pres ind mp 1st sg συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) συνδιαιτάομαι live with pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • συνδίαιτα — ἡ, Α [συνδιαιτῶμαι] το να τρώει κανείς στο ίδιο τραπέζι με άλλον, συσσιτία* …   Dictionary of Greek

  • συνδίαιτος — ὁ, ΜΑ [συνδιαιτῶμαι] σύνοικος, συνδιαιτητής («θεῶν τελῶν συνδίαιτος», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιαίτημα — ατος, τὸ, Α [συνδιαιτῶμαι] συνδιαίτηση …   Dictionary of Greek

  • συνδιαίτηση — η / συνδιαίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνδιαιτῶμαι] 1. συμβίωση, συγκατοίκηση 2. συναναστροφή αρχ. φρ. «συνδιαίτησις πρός τινα» η συνήθης συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον (Αρρ.) …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτώ — άω, Α βλ. συνδιαιτώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”